πλασάρομαι

πλασάρομαι
πλασάρομαι, πλασαρίστηκα, πλασαρισμένος βλ. πίν. 54

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλασάρω — Ν 1. ασχολούμαι ως πλασιέ με την εξεύρεση πελατών εμπορικού ή βιομηχανικού προϊόντος στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστή) α) πετυχαίνω τέρμα χτυπώντας την μπάλα από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία β) μέσ. πλασάρομαι καταλαμβάνω ευνοϊκή θέση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”